Τελευταία

Big Bang και διαλεκτικός υλισμός

Ένα θέμα που απασχολεί πολύ κόσμο όλα τα χρόνια, είναι το πώς έγινε ο κόσμος μας. Φυσικά στις παλιότερες συντηρητικές κοινωνίες αλλά και σήμερα ακόμα, ένα πολύ μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας πιστεύει ότι τον κόσμο, το σύμπαν, τα πάντα δηλαδή τα έφτιαξε ένας θεός, ή τελωσπάντων μια οντότητα με βούληση κλπ.

Αυτή όπως καταλαβαίνουμε είναι η ιδεαλιστική άποψη και είναι η πιο διαδεδομένη στον κόσμο. Ακόμα κι άνθρωποι που δεν έχουν καμμιά σχέση με θρησκεία, δεν πηγαίνουν στις εκκλησίες και τα τζαμιά, δεν προσεύχονται, ακόμα-ακόμα δεν πιστεύουν ότι ο θεός ή θεοί παρεμβαίνουν με κάποιο τρόπο στον κόσμο και όλα κινούνται με τους νόμους της φύσης, στο πιο μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα “πώς έγινε ο κόσμος”, οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι φτιάχτηκε από “κάτι”. Κι αυτό το κάτι, για να πάρει απόφαση να φτιάξει ένα σύμπαν ολόκληρο, είχε κάποιον λόγο, είχε (και έχει) μια συνείδηση.

Πράγματι, αν ακολουθήσουμε με το μυαλό μας την αιτία κάθε πράγματος και φτάσουμε πολύ-πολύ πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε ότι κάπου σταματάει η σκέψη μας. Πέρα απ’ αυτό το όριο, επειδή δεν μπορούμε να σκεφτούμε παραπάνω, λογικό είναι να λέμε ότι υπερβαίνει την αντίληψή μας το ερώτημα της δημιουργίας, οπότε κάτι ανώτερο απ’ τη σκέψη μας γέννησε το σύμπαν.

Η πιο διαδεδομένη επιστημονική θεωρία για τη γένεση του σύμπαντος, σχεδόν όλοι την ξέρουν, είναι αυτή του big bang, της μεγάλης έκρηξης. Η θεωρία αυτή, που έχει μερικές παραλλαγές, λέει χοντρικά ότι όλη η ύλη που υπάρχει στο σύμπαν, όλα τα άστρα, όλοι οι γαλαξίες ήταν κάποτε συγκεντρωμένη σ’ ένα μικρούτσικο σημείο, οπότε φανταστείτε πόσο τεράστια πυκνότητα είχε αυτή η κουκίδα, και κάποια στιγμή “εξερράγη”, σκορπίστηκε όλη η ύλη παντού κι έτσι έγινε το σύμπαν.

Αυτό το σκόρπισμα της ύλης διαρκεί μέχρι και σήμερα. Με παρατηρήσεις που κάνουν οι αστρονόμοι διαπιστώνουν ότι οι γαλαξίες απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον, δηλαδή όσο πάει η πυκνότητα του σύμπαντος μικραίνει, αραιώνει η ύλη. Οπότε, ακολουθώντας αυτή τη πορεία αντίστροφα στο χρόνο καταλήγουμε σ’ ένα τόσο δα μικρούτσικο σημείο με ασύλληπτα μεγάλη πυκνότητα. Κι αυτό το σημείο από που προήλθε όμως; Πολύ λογική ερώτηση.

Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ένα-δυο πράματα να το καταλάβουμε καλύτερα. Λέμε η ύλη απ’ αυτή την έκρηξη σκορπίστηκε παντού. Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό όμως, γιατί είναι σα να λέμε ότι υπήρχε κάποιος χώρος πιο πριν, το κενό ας πούμε. Αυτό το κενό πώς έγινε; και σε πιο σημείο του τεράστιου αυτού κενού βρισκόταν αυτή η πυκνή κουκίδα;

Η απάντηση σ’ αυτό είναι ότι όχι, δεν μπορούσε να υπάρχει κανένας χώρος, δεν μπορούσε να υπάρχει τίποτα! Η ύλη δεν περιέχεται μέσα σε κάποιο χώρο, η ίδια φτιάχνει το χώρο και τις διαστάσεις του. Λίγο δύσκολο να το χωνέψουμε στην αρχή. Αυτό, αλλα για σκεφτείτε: Αν πούμε ότι η ύλη σκορπίστηκε σε κάποιο χώρο, σημαίνει ότι αυτός ο κάποιος χώρος είχε οριστεί από πριν για να χωρέσει την ύλη. Ποιος έφτιαξε αυτόν τον χώρο; πάλι φαύλος κύκλος που καταλήγει σε κάποια θεία βούληση.

Επιπλέον, τι ερέθισμα δόθηκε σ’ αυτή την κουκίδα με τη πυκνή ύλη ξαφνικά να εκραγεί; πριν δηλαδή η κουκίδα αυτή ήταν ακίνητη; κι αν δεν ήταν τι ήταν; τρίτος φαύλος κύκλος ερωτημάτων. Όλ’ αυτά μας οδηγούν σε μια απλή σχετικά, αλλά τελείως εμπειρική παραδοχή: ότι όσο πίσω στο χρόνο και να πάμε, αρχή του χρόνου, άρα και του σύμπαντος δεν θα βρούμε. Μήπως τελικά το σύμπαν υπήρχε από πάντα;

Max Planck

Ένας Γερμανός φυσικός, ο Max Planck κάποτε έκατσε και υπολόγισε πόσο μικρή μπορεί να ήταν αυτή η κουκίδα. Κι έτσι έβγαλε την περίφημη κλίμακα Planck. Σύμφωνα μ’ αυτή την κλίμακα, ο Planck έλεγε ότι όταν αυτή η κουκίδα είχε διάμετρο ένα πολύ πολύ μικρούτσικο κλάσμα του εκατοστού, κι όταν το σύμπαν είχε “ηλικία” σα να λέμε, ένα πολύ πολύ μικρούτσικο κλάσμα του δευτερολέπτου, πρίν απ’ αυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έγινε γιατί η ύλη, σ’ αυτή την τεράστια πυκνότητα παύει να έχει τις ιδιότητες που ξέρουμε, καταρρέουν όπως έλεγε οι νόμοι της φύσης. Δηλαδή, με τους νόμους της φύσης που ισχύουν και μπορούμε να περιγράψουμε, δεν μπορούμε να δούμε με τίποτα αν υπήρξε ποτέ χρονική στιγμή μηδέν. Αυτό από πρώτη άποψη είναι αγνωστικισμός: Όταν λες “δεν μπορώ να ξέρω” ουσιαστικά βάζεις όρια στις γνώσεις σου. Βεβαίως, σ ‘αυτό το σημείο της ανθρώπινης σκέψης που δύσκολα η επιστήμη ξεχωρίζει απ’ την φιλοσοφία, οι γνώσεις μας όντως φτάνουν στα όριά τους γιατί είμαστε στα όρια των πάντων, του σύμπαντος δηλαδή.

Στο υλισμό λέμε ότι η ύλη υπήρχε και θα υπάρχει για πάντα. Όχι γιατί την θεοποιούμε, αλλά γιατί δεν έχει νόημα το ερώτημα ότι “κάτι” την έφτιαξε την ύλη, γιατί πάλι θα αναγκαστούμε να ρωτήσουμε: και τί ή ποιος έφτιαξε αυτό το “κάτι”; Δεν έχει νόημα να μπαίνουμε σ’ ένα τέτοιον φαύλο κύκλο προσπαθώντας να φτάσουμε σε μια αρχική αιτία των πραγμάτων, είναι σα να κυνηγάμε τη σκιά μας. Όμως η θεωρία του μπιγκ μπανγκ είναι αρκετά τεκμηριωμένη επιστημονικά. Όντως το σύμπαν διαστέλλεται (για την ώρα), άρα ξεκίνησε από ένα μικρό σημείο πολύ πολύ παλιά (οι υπολογισμοί λενε ότι η στιγμή της μεγάλης έκρηξης ήταν πάνω κάτω πριν από 15 δισεκατομύρια χρόνια!). Οι διάφορες μορφές που μπορεί να έχει το σύμπαν π.χ λένε ότι μπορεί να είναι άπειρο σε μέγεθος, αλλά μπορεί να είναι και πεπερασμένο, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη ποσότητα ύλης, ήδη εμπλουτίζονται με νέα στοιχεία, όπως π.χ ότι μπορεί να υπάρχουν “παράλληλα” σύμπαντα, σαν φυσσαλίδες που βγαίνουν απ’ το δικό μας, ή κι εμείς να είμαστε μια φυσσαλίδα που βγαίνουμε απ’ αλλού. Συνεχώς βλέπουμε νέα επιστημονικά δεδομένα να μακραίνουν τα όρια της ύλης.

Η διαλεκτική όπως είδαμε μας λέει ότι από τη σύγκρουση δυο αντιθέτων βγαίνει κάτι καινούριο κι αυτό ισχύει παντού. Και μάλιστα μας λέει ότι το καινούριο που βγαίνει μέσα απ’ το παλιό, τελικά συγκρούεται μαζί του, επικρατεί μέχρι που το ίδιο να παλιώσει και να γεννήσει κάτι καινούριο πάλι που θα το αντικαταστήσει.

Αυτά που έλεγε ο Planck δεν συγκρούονται μ’ αυτή τη διαλεκτική αρχή. Το σύμπαν πάντα υπήρχε απλά, πριν απ’ τη λεγόμενη κλίμακα Planck είχε πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα και διεπόταν από άλλους νόμους. Είναι λάθος να πούμε ότι ήταν “μικρότερο σε μέγεθος” απ’ ότι σήμερα καθώς η έννοια του μεγέθους σε κάτι που περιέχει όλα τα μεγέθη είναι ουσιαστικά άχρηστη. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συγκριθεί από άποψη μεγέθους το σύμπαν: το λέει κι η λέξη είναι το συν-παν, τα πάντα όλα δηλαδή, ό,τι υπήρξε και θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο έξω απ’ αυτό να το συγκρίνεις σε μέγεθος. Η ύλη στην κλίμακα Planck ήρθε σε μια πολύ κρίσιμη φάση όπου οι αντικρουόμενες δυνάμεις συγκρούστηκαν, έγινε μια μεγάλη αλλαγή, ένα διαλεκτικό άλμα όπως λέμε και το σύμπαν πέρασε σε μια νέα ποιότητα. Έγινε το σύμπαν με τους φυσικούς νόμους που ξέρουμε σήμερα. Πώς θα εξελιχτεί στο μέλλον; θα συνεχίσει να διαστέλλεται επ’ άπειρον; ή μήπως κάποια στιγμή θα αρχίσει να ξαναμαζεύεται, να συστέλλεται και να ξαναεκραγεί πάλι κ.ο.κ.; (αυτό το ονομάζουμε παλλόμενο σύμπαν).

Δεν ξέρουμε ακόμα, δεν έχουμε αρκετή γνώση πάνω στην ύλη για να προβλέψουμε πώς θα εξελιχτεί το σύμπαν. Ωστόσο, κι εδώ η διαλεκτική, η απότομη μετάβαση από μια κατάσταση σε μια άλλη, η μεταβολή από τούτο σ’ εκείνο, ισχύει κι εδώ. Αυτή η απλή σχετικά εξήγηση, δεν χρειάζεται θεούς και εξωυλικές οντότητες για εξηγήσει με επάρκεια την ιστορία και την εξέλιξη του σύμπαντος και των φυσικών νόμων. Στην επιστήμη λένε ότι, όταν για ένα πρόβλημα υπάρχουν περισσότερες από μια λύσεις, η πιο απλή είναι και η πιο σωστή (ξυράφι του Όκκαμ τη λένε αυτή την αρχή). Γιατί; γιατί η φύση, η ύλη πάντα επιλέγει την πιο απλή διαδρομή, όπως το νερό που σχηματίζει το ρυάκι.  

Τι είναι η ψυχή

Η έννοια “ψυχή” είναι μια καθαρά ιδεαλιστική έννοια, η οποία όμως έχει ριζώσει πολύ καλά μέσα στη συνείδηση των ανθρώπων στο σήμερα. Μπορεί κάποιος να πειστεί ότι δεν υπάρχουν θεοί, αλλά πιο δύσκολα πείθεται ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε “ψυχή”. Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε;

Η ψυχή κατ’ αρχήν, έτσι όπως την καταλαβαίνει ο περισσότερος απλός κόσμος που ακολουθεί κάποια θρησκεία, είναι κάτι λίγο-πολύ παρόμοιο με το πνεύμα. Όπως χωρίζουμε τον άνθρωπο σε σώμα και πνεύμα, έτσι λέμε και σώμα και ψυχή. Βλέπουμε λοιπόν μια πρώτη εξήγηση του χωρισμού του ανθρώπου στο υλικό – φθαρτό σώμα και στην άυλη και αιώνια ψυχή. Η ψυχή είναι εκείνο το μέρος του ανθρώπου που μένει ακόμα κι όταν ο άνθρωπος πεθάνει βιολογικά. Εδώ βλέπουμε έναν υποσυνείδητο φόβο που έχει ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο, η καλύτερα μπροστά στην ανυπαρξία. Σκεφτείτε το λίγο, η σκέψη ότι θα πεθάνουμε αλλά κατά κάποιο τρόπο η “ενέργεια” αυτή που μας κινητοποιεί θα συνεχίσει να υπάρχει, θα απεγκλωβιστεί απ’ το σώμα που ήταν “παγιδευμένη” και θα πετάξει, ενδεχομένως σε κάποιο άυλο μεταθανάτιο τόπο (παράδεισος, κόλαση), ή μπορει να περιφέρεται σ’ αυτόν τον κόσμο απλά βλέποντας, παρατηρώντας το τι γίνεται, χωρίς να μπορεί να παρέμβει στα πράγματα. Αν φανταστούμε τον εαυτό μας μόνο σαν “ψυχή”, χωρίς το σώμα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της εικόνας είναι ότι θα μπορούμε να βλέπουμε, να ακούμε αλλά θα είμαστε απαλλαγμένοι από άλλες ιδιότητες του σώματός μας: δεν θα νιώθουμε πόνο, θα πετάμε, δεν θα κρυώνουμε ή ζεσταινόμαστε, δεν θα είμαστε όμορφοι ή άσχημοι κλπ. Αυτό είναι στην ουσία μια ιδανική κατάσταση του εαυτού μας, ο τέλειος εαυτός μας, ή αλλιώς ο εαυτός μας χωρίς προσωπικότητα.

Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ την ανυπαρξία; διότι όλα όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο έρχονται από τις δυο πιο χαρακτηριστικές αισθήσεις του “τέλειου” εαυτού μας, της όρασης και της ακοής. Βλέπουμε τον κόσμο, διαβάζουμε, ακούμε ομιλίες, ήχους, μουσική. Έτσι καταλαβαίνουμε τον κόσμο και η σκέψη ότι κάποια μέρα θα πάψουμε να αισθανόμαστε, να καταλαβαίνουμε και ότι θα είμαστε μέσα σε έναν ύπνο δίχως όνειρα, χωρίς αίσθηση του χώρου και του χρόνου μας τρομάζει. Οι αισθήσεις μας μας κρατάνε σε επαφή με την ύπαρξη τη δική μας και των άλλων πραγμάτων γύρω μας.

Η όραση περισσότερο, η ακοή λιγότερο και η όσφρηση ακόμα λιγότερο λειτουργούν από μόνες τους εφόσον τα μάτια μας στον ξύπνο είναι ανοιχτά, τα αυτιά μας και η μύτη μας είναι διαρκώς ανοιχτά και δέχονται ερεθίσματα συνεχώς, χωρίς να καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια. Η αφή από την άλλη όμως, χρειάζεται μεγαλύτερη συνειδητή προσπάθεια, να πιάσουμε, να αγγίξουμε, να ψηλαφίσουμε κάτι για να το καταλάβουμε καλύτερα. Η αφή είναι η κατεξοχήν αίσθηση της εργασίας, που τα πρώτα χρόνια του ανθρώπου ήταν μόνο χειρωνακτική. Ας πούμε ότι ο βαθμός “υλικότητας” της αφής είναι πιο μεγάλος από τις άλλες. Γι αυτό όταν θέλουμε να πούμε κάτι το οποίο είναι αναμφισβήτητο, λέμε ότι είναι “χειροπιαστό”, επειδή η αφή είναι η απόλυτη απόδειξη ότι κάτι υπάρχει πραγματικά, ενώ τα μάτια και τ’ αυτιά μας μπορεί να μας ξεγελάνε.

Την ψυχή την τοποθετούμε ασυναίσθητα, κάπου μέσα στο σώμα μας και κυρίως μέσα στο στήθος. Όταν αναφερόμαστε στην ψυχή μας ακουμπάμε συνήθως το στήθος μας κάτι που μας οδηγεί στο να τη θεωρούμε κάτι κοντινό με την αφηρημένη σημασία της “καρδιάς”, όχι του οργάνου του σώματός μας που χτυπάει, αλλά ως το μέρος του σώματός μας όπου είναι αποθηκευμένα τα συναισθήματά μας: χαρά, λύπη, θυμός, γαλήνη και άλλα. Τα συναισθήματά μας έχουν επίσης πολύ ισχυρή επίδραση επάνω μας, διότι τα αισθανόμαστε χωρίς προσπάθεια, σε αντίθεση με το λογικό μυαλό, το οποίο το χρησιμοποιούμε συνειδητά για να εξετάσουμε ένα ζήτημα λογικά, με το μυαλό μας.

Στον τέλειο, τον ιδανικό εαυτό μας, την “ψυχή” που αιωρείται, όλα τα συναισθήματά μας πιστεύουμε ότι τα έχουμε ακριβώς όπως και στο σώμα μας. Γνωρίζουμε φυσικά από τη βιολογία και την ιατρική ότι τα “συναισθήματα” είναι καθαρά οργανικές καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την αντίδραση του οργανισμού μας σε εξωτερικά ερεθίσματα. Η χαρά, η αγάπη, η απόλαυση, τα θετικά συναισθήματα γενικά προκαλούνται όταν τα εξωτερικά ερεθίσματα προάγουν την υγεία, δηλαδή την καλή λειτουργία του σώματός μας. Το μίσος, η οργή, η λύπη προκαλούνται επειδή συμβαίνουν καταστάσεις που καταπονούν το σώμα μας και την υγεία μας (και εννοούμε και την ψυχολογική).

Η ψυχή με λίγα λόγια λοιπόν είναι τα συναισθήματά μας και οι “ανώτερες” αισθήσεις μας χωρίς το σώμα. Δεν μπορούν όμως να υπάρξουν από μόνες τους οι αισθήσεις και τα συναισθήματα, χρειάζονται το σώμα για να εκδηλωθούν.

Μια κάπως πιο θεολογική άποψη που υπάρχει περισσότερο στις θρησκείες της Ασίας (Ινδουισμός, Βουδισμός, Τζαϊνισμός) υποστηρίζει ότι η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι ένα κομματάκι του υπέρτατου θεού, όλοι δηλαδή είμαστε καμωμένοι από θεό κι όταν πεθάνουμε, ξαναενωνόμαστε με την αρχική μας ουσία. Μια πιο προχωρημένη ακόμα άποψη είναι ότι η ψυχή του κάθε ατόμου είναι ένα μικρό τμήμα μιας “παγκόσμιας” ψυχής, ενός παγκόσμιου πνεύματος όπως αυτό που περιέγραφε ο Χέγκελ, και μετά το θάνατό μας επιστρέφει εκεί.

Τελευταία, η εξέλιξη αυτής της άποψης είναι μια “ντροπαλή” υλιστική ερμηνεία. Ότι δηλαδή η ψυχή είναι ένα κομμάτι της ενέργειας του σύμπαντος, της ενέργειας που κρατάει τον άνθρωπο ζωντανό. Όταν αυτή η ενέργεια εξασθενίσει πολύ (μετατραπεί δηλαδή σε θερμότητα που είναι η πιο απλή μορφή ενέργειας που υπάρχει και δεν μπορεί να αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο) ο άνθρωπος πεθαίνει. Η ψυχή εδώ δηλαδή εμφανίζεται σαν ένα κομμάτι της ενέργειας του σύμπαντος.

Ακόμα κι αυτή η τελευταία προσέγγιση της ψυχής, δεν μας εξηγεί γιατί στην ιστορική του πορεία ο άνθρωπος “χώρισε” τον εαυτό του σε σώμα και ψυχή; Από διαλεκτική υλιστική άποψη, τι εξήγηση μπορούμε να δώσουμε;

Μια και είδαμε ότι η ψυχή συνδέεται σαν έννοια σε όλες τις περιπτώσεις με το θεό, άρα και τη θρησκεία, αρκεί να καταλάβουμε το μηχανισμό δημιουργίας της θρησκείας.

Τα πρώτα χρόνια του ανθρώπου δεν υπήρχαν θρησκείες αλλά προ-θρησκευτικές συμπεριφορές. Ο σοφός άντρας της φυλής, που κατείχε τη γνώση που εξασφάλιζε επιβίωση στη φυλή, ήταν και ο “πνευματικός” ας πούμε αρχηγός, ο “σοφός”, ο “πρεσβύτερος”. Πράγμα πολύ λογικό αφού σαν παλιότερος, είχαν δει πολλά τα μάτια του. Αυτός κατείχε και τη γνώση π.χ των εποχών, του χρόνου καρποφορίας των δέντρων, ή την εποχή που το κυνήγι αφθονούσε κλπ. Τη γνώση αυτή την αποκτούσε πολύ λογικά, παρατηρώντας τη φύση. Η γνώση αυτή του έδινε ισχύ και εξουσία, και την περνούσε στα παιδιά του, κληροδοτώντας έτσι την ισχύ και την εξουσία κι έτσι εξηγείται η κληρονομικότητα στους μεταγενέστερους αυτοκράτορες και βασιλιάδες.

Όταν πέθαινε ο σοφός, οι υπόλοιποι της φυλής του έβρισκαν τρόπους για να “προσπεράσουν” το τραγικό γεγονός του θανάτου του, θεωρούσαν ότι οι σκέψεις του μεταφέρονταν στο ραβδί που κρατούσε, ή στο σκυλί που τον ακολουθούσε, ή στο δέντρο στη σκιά του οποίου καθόταν. Η φυλή του έτεινε να λατρεύει τα αντικείμενα αυτά κι αυτό ονομάζεται “τοτεμισμός”, “τοτέμ” είναι το “ιερό” αντικείμενο που συνδέεται με τον σοφό. Επίσης απέφευγαν π.χ να σκοτώσουν το σκυλί που ακολουθούσε το σοφό, ή να κόψουν τους καρπούς από το δέντρο στου οποίου τη ρίζα καθόταν ο σοφός (κατάλοιπο αυτής της συμπεριφοράς είναι κι ο μύθος του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού, απ’ το οποίο δεν έπρεπε να φανε οι πρωτόπλαστοι) από φόβο μη χαθούν αυτές οι ιδιότητες του αρχηγού. Αυτό ονομάζεται “ταμπού”.

Με απλά λόγια, οι πρώτοι άνθρωποι λάτρευαν τον αρχηγό τους όσο ζούσε επειδή είχε τη γνώση και έλεγχε τις παραγωγικές δυνάμεις της τότε πρωτόγονης κοινωνίας, αλλά τον λάτρευαν και μετά τον θάνατό του. Κι επειδή δεν υπήρχε πια η φυσική του παρουσία, λάτρευαν τα αντικείμενα που σχετιζόταν μ’ αυτόν. Η “ψυχή” του, οι σκέψεις του και η σοφία του δηλαδή, εξακολουθούσαν να υπάρχουν και μεταφέρονταν απ’ το σώμα στα αντικείμενα. Η προ-θρησκευτική αυτή συμπεριφορά ονομάζεται ανιμισμός, η οποία σε βάθος χρόνου γινόταν και προγονολατρεία.

Ένα επιπλέον στοιχείο που κάνει πιο έντονο το φόβο του θανάτου είναι η αποκρουστική εικόνα του πεθαμένου ανθρώπου. Ο νεκρός που σαπίζει και αλλοιώνεται τελείως η εικόνα του προκαλούσαν την αηδία, την αποστροφή προς το θάνατο. Γι αυτό και τους έθαβαν τους πεθαμένους, για να αποφύγουν την εικόνα αυτή που τους έκανε να νιώσουν όχι μόνο ανασφάλεια για την απώλεια του ανθρώπου που εμπιστεύονταν και σέβονταν σαν αρχηγό, αλλά και για να μην τους θυμίζει τη δική τους μοίρα.

Η “ψυχή” λοιπόν σαν έννοια, δημιουργήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου διατηρήσει τη γνώση και τη σοφία, που τότε άρχισαν να γίνονται εργαλεία επιβίωσης.

Σήμερα που αναπτύχτηκε τόσο πολύ η παραγωγή και οι παραγωγικές μέθοδοι, η ανθρωπότητα συνολικά τείνει να ξεπεράσει αυτές τις αντιλήψεις. Ωστόσο, το πιο βασικό στοιχείο που γεννά και συντηρεί τέτοιες ιδεαλιστικές αντιλήψεις, έτσι όπως εξερευνήσαμε την έννοια ιστορικά, είναι οι εκμεταλλευτικές σχέσεις, ότι δηλαδή ο χωρισμός των ανθρώπων σε τάξεις με βάση το τι έχει ο καθένας στην ιδιοκτησία του, αντανακλάται αναγκαστικά και στον τρόπο σκέψης του αλλά και το πώς ερμηνεύει τον κόσμο. Εκεί οφείλεται και η ύπαρξη αυτών των εννοιών, θεός, ψυχή, πνεύμα.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή τον παρακάτω σύνδεσμο:

http://takseis-ithikh.blogspot.com/2011/04/blog-post.html